- παυράς
- -άδος, ἡ, Α(μτγν·) μικρή, λίγη, βραχεία.[ΕΤΥΜΟΛ. Μτγν. ποιητ. τ. τού θηλ. τού επίθ. παῦρος].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
παυράδα — παυράς fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παύρος — ον, Α (χωρίς θηλυκό βλ. παυράς) 1. μικρός, βραχύς («παύρῳ δ ἔπει θήσω φανέρ «, Πίνδ.) 2. (για χρόνο) λίγος, μικρός, βραχύς, σύντομος, γοργός («παῦρον τέλος βιότοιο», Εμπ.) 3. (ποιητ.) λίγος («παῦροι ἄνδρες», Θέογν.) 4. (το ουδ. εν. ως επίρρ.)… … Dictionary of Greek